- έκτονος
- -η, -ο (AM ἔκτονος, -ον)Ι. παράτονος, παράφωνος, ο έξω τού μουσικού τόνου, παράχορδος, φάλτσος2. χαλαρός, άτονος, ξετεντωμένοςΙΙ. επίρρ. εκτόνωςνεοελλ.άτονα, χαλαράαρχ.έντονα, σφοδρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.